- βλάβει
- βλάβοςneut nom/voc/acc dual (attic epic)βλάβεϊ , βλάβοςneut dat sg (epic ionic)βλάβοςneut dat sgβλάπτωdisablepres ind mid 2nd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαχίζομαι — (Μ) 1. δίνω μάχη, πολεμώ, έρχομαι σε σύγκρουση ή ρήξη με κάποιον («ἐκ τὰ ρηγάτα τῆς Φραγκιᾱς... κανεὶς δὲν ἀποκότησεν νὰ μαχιστεῑ τὴν Ρώμην», Χρον. Τόκκων) 2. μαλώνω 3. κρατώ κακία 4. εχθρεύομαι, είμαι εχθρός με κάποιον 5. μτφ. αγωνίζομαι («μόνον … Dictionary of Greek
ραχιοτόμο — και ραχιτόμο και ραχεοτόμο, το, Ν χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη τού σπονδυλικού σωλήνα χωρίς να βλαβεί ο μυελός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις, ῥάχιος + τόμον (< τέμνω). Ο λόγιος τ. ραχιοτόμον μαρτυρείται από το 1887 στον Λ.… … Dictionary of Greek